Για ένα σεβντά κατεβάσαμε μπουκάλια, αλλά ο καημός, καημός έμεινε. Τον αγνοήσαμε, μα τρύπωνε όποτε μας έβρισκε μόνους. Έδενε το στομάχι κόμπο και μας έβρεχε τα μάτια. Τον κάναμε χορό και μαλάκωσε κάπως. Στοπ εδώ. Όχι στον οποιονδήποτε χορό, αλλά στον έναν που χορεύεται με την ψυχή. Γιατί το ζεϊμπέκικο είναι παραπάνω από ένας χορός. Είναι το συναίσθημα κι η έκφρασή του, είναι λεβεντιά, επανάσταση που βγαίνει απ' την πίκρα, είναι αρχοντιά μετά, αφού σε λυγίσουν.
Το ωραιότερο ζεϊμπέκικο το χόρεψαν όσοι δε σκέφτηκαν τις φιγούρες, που θ' ακολουθήσουν. Όσοι μες τη μέθη και τις σπασμένες άμυνες, αυτοσχεδίασαν τα πιο δυναμικά βήματα. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι με τη μαγκιά στο βλέμμα και την μπέσα στην ψυχή. Αυτούς που τα ζόρια τους έκαναν πιο δυνατούς απ’ ότι τους βρήκαν. Αυτούς που την απελπισία, που τους κέρασε η ζωή, την έκαναν γέφυρα και δάμασαν τους κανόνες και τις ηθικές της.